- ψιλοκόρσης
- ψιλοκόρσηςbald-headedmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ψιλοκόρσου — ψιλοκόρσης bald headed masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόρση — και κόρρη, ἡ (ΑM, Α δωρ. τ. κόρρα, αιολ. τ. κόρσα) το κεφάλι («κόρσαι ἀναύχενες», Εμπ.) αρχ. 1. το πλάγιο μέρος τής κεφαλής, ο κρόταφος («ξίφει ἤλασε κόρσην», Ομ. Ιλ.) 2. η γνάθος, το σαγόνι («τύπτειν... ἐπὶ κόρρης», Πλάτ.) 3. συν. στον πληθ. αἱ… … Dictionary of Greek
ψιλοκόρρης — και ψιλοκόρσης, ὁ, Α φαλακρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλός + κόρση / κόρρη «κρόταφος» και «τρίχες τού κροτάφου»] … Dictionary of Greek